κατσάδα

κατσάδα
η
σφοδρή επίπληξη, επιτίμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cazzada «εκδίωξη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατσάδα — η (λ. ενετ.), επίπληξη, παρατήρηση, μάλωμα: Έφαγε την κατσάδα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατσαδιάζω — [κατσάδα] επιπλήττω σφοδρά, κάνω δριμεία παρατήρηση, μαλώνω …   Dictionary of Greek

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • αποστροφή — η (AM ἀποστροφή [αποστρέφω] σχήμα λόγου κατά το οποίο ο ομιλητής ή ο συγγραφέας απευθύνεται σε πρόσωπα νεκρά ή απόντα, σε ζώα, πράγματα ή και αφηρημένες έννοιες μσν. νεοελλ. αποφυγή κάποιου, απέχθεια, αντιπάθεια μσν. 1. κατεύθυνση, πορεία 2.… …   Dictionary of Greek

  • ενιπή — ἐνιπή, η (Α) 1. επίπληξη, επιτίμηση, παρατήρηση, κατσάδα («αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπήν», Ομ. Οδ.) 2. ύβρις, λοιδορία, χλευασμός, εμπαιγμός («ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς», συγκρατείστε την ψυχή σας από τον χλευασμό, Ομ. Οδ.) 3. οργή («ἐνιπαὶ ἀθανάτων»,… …   Dictionary of Greek

  • επίπληξη — η (Α ἐπίπληξις) [επιπλήσσω] αυστηρή παρατήρηση για παρεκτροπή, επιτίμηση, κατσάδα νεοελλ. έγγραφη επιτίμηση που επιβάλλεται ως ελάχιστη ποινή από προϊστάμενη αρχή σε υφισταμένους αρχ. 1. χτύπημα 2. τιμωρία, ποινή …   Dictionary of Greek

  • κατσάδιασμα — το [κατσαδιάζω] η κατσάδα* …   Dictionary of Greek

  • κοπάνισμα — το [κοπανίζω] 1. κονιοποίηση σε γουδί, θρυμμάτισμα 2. έντονη επίπληξη, κατσάδα …   Dictionary of Greek

  • μπουγιουρντί — το (Μ [μ]πουγιουρουλ[ν]τί) νεοελλ. 1. έγγραφο οποιασδήποτε αρχής που φέρνει δυσάρεστες ειδήσεις ή διαταγές 2. επίπληξη, επιτίμηση, κατσάδα μσν. έγγραφη διαταγή Τούρκου αξιωματούχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. buyrultu] …   Dictionary of Greek

  • πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”